ουνία

ουνία
ουνία η
уния – соединение с Римом и подчинение папе с правом сохранять восточные обряды и совершать службу на родном языке. Попытки к унии, начатые после разделения Церквей (1054 г.), завершились на Флорентийском соборе (1437-39), и после того образовалось несколько униатских обществ, которые считают папу главой и сохраняют свои церковные обряды и свой церковный язык
Этим.
< итал. unia «союз» < лат. unus «один»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ουνία" в других словарях:

  • ουνία ή κογχύλι των ζωγράφων — (unio pictorum). Ακέφαλο μαλάκιο της οικογένειας των ουνιονιδών, της τάξης των ευελασματοβράγχιων. Η παράξενη κοινή ονομασία της οφείλεται στο ότι για πολύ καιρό οι ζωγράφοι χρησιμοποιούσαν το κέλυφός της σαν πιατάκι για την ανάμειξη των χρωμάτων …   Dictionary of Greek

  • ουνία — 1. το σύνολο τών ουνιτών 2. ονομασία τής Ελληνόρρυθμης Λατινικής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. unia με σημ. «ένωση» (< λατ. unus «ένας»)] …   Dictionary of Greek

  • ЗИСИС — [греч. Ζήσης] Феодор (род. 20.01.1941), протопр., проф. богословского фак та Фессалоникского ун та им. Аристотеля, писатель и публицист. Род. в сел. Панайия на о ве Тасос, где служил священником его отец. В 1945 г., после окончания второй мировой …   Православная энциклопедия

  • ουνίτης — και ουνιάτης, ο συν. στον πληθ. οι ουνίτες και ουνιάτες χριστιανοί ορθόδοξοι οι οποίοι, μέσα στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες τής εποχής, αναγνώρισαν το πρωτείο τού πάπα στην Εκκλησία και εισήλθαν σε εκκλησιαστική κοινωνία με τη Ρωμαιοκαθολική… …   Dictionary of Greek

  • Λούκαρης, Κύριλλος — (Χάνδακας [σημερινό Ηράκλειο Κρήτης] 1572 – Κωνσταντινούπολη 1638). Πατριάρχης Αλεξανδρείας (1601 20) και Κωνσταντινουπόλεως (πέντε φορές συνολικά, 1620 23, 1623 33, 1633 34, 1634 35, 1637 38). Ξεκίνησε τις σπουδές του στο σχολείο του σιναϊτικού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»